συγγνώμη

συγγνώμη
συγγνώμη, ης, ἡ (συγγινώσκω; Soph., Hdt.+; ins, pap, LXX, EpArist, Philo; Jos., Vi. 227; Just., D. 9, 1; 65, 2; Tat. 20, 1; Ath., R. 21 p. 73, 29) permission to do someth., concession, indulgence, pardon συγγνώμην ἔχειν pardon, be indulgent to τινί someone (Soph., Hdt. et al.; PEdg 81 [=Sb 6787], 36–38 [257 B.C.] συγγνώμην ἡμῖν ἔχων; without dat., Himerius, Or. 36, 17 [=Ecl. 36, 14]; Sir prol. ln. 18 and 3:13; EpArist 295) συγγνώμην μοι ἔχετε IRo 5:3. τοῦτο λέγω κατὰ συγγνώμην οὐ κατʼ ἐπιταγήν I say this as a concession (to meet you halfway), not as a command 1 Cor 7:6 (Tat. 20, 1 κατὰ ς.).—DELG s.v. γιγνώσκω. M-M. s.v. συνγνώμη. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγνώμη — fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμῃ — συγγνώμη fellow feeling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …   Dictionary of Greek

  • ξυγγνώμη — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνῶμαι — συγγνώμη fellow feeling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμαις — συγγνώμη fellow feeling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμην — συγγνώμη fellow feeling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγνώμης — συγγνώμη fellow feeling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”